πεπτήριος

πεπτήριος
-ία, -ον, Α
αυτός διά μέσου τού οποίου γίνεται η πέψη, πεπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέσσω «μαλακώνω, χωνεύω» + επίθημα -τήριος (πρβλ. καμπ-τήριος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πεπτήριον — πεπτήριος masc acc sg πεπτήριος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπτηρίοισι — πεπτήριος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπτήρια — πεπτήριος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”